τριφύλλιον

τριφύλλιον
τριφύλλιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριφυλλίου — τριφύλλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφυλλίων — τριφύλλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφυλλίῳ — τριφύλλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… …   Dictionary of Greek

  • γατοουρά — και γατονουρά, η 1. η ουρά τής γάτας 2. το φυτό Τριφύλλιον το στενόφυλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”